leucémie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leucémie < leukémie < γερμανική Leukämie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lø.se.mi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
leucémie leucémies

leucémie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]