laughter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- τα γέλια, η ενέργεια ή ο ήχος του να γελάω
- ↪ I teared up from laughter.
- Δάκρυσα από τα γέλια.
- ↪ We burst into laughter.
- Ξεσπάσαμε σε γέλια.
- ↪ They roared with laughter.
- Γέλασαν θορυβωδώς.
- ↪ I teared up from laughter.