landing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
landing | landings |
landing (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προσγείωση
- ↪ a runway for landing - διάδρομος προσγειώσεως
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]landing (en)