lamina
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lamina | lamini |
lamina (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lamina | lamini |
lamina (it)