lako
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lako < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lako | lakoj |
αιτιατική | lakon | lakojn |
lako (eo)
- το λούστρο
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lako (sr)
- λατινική γραφή του лако