komisch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

komisch (de)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

komisch (de)

  • περίεργα
    ich fühle mich ganz komisch - αισθάνομαι πολύ περίεργα