koko
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Εσπεράντο (eo)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
2
Φινλανδικά (fi)
2.1
Ουσιαστικό
Εσπεράντο
(eo)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
koko
<
kok-
+
-o
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
koko
(eo)
(
πτηνό
) ο
κόκορας
Φινλανδικά
(fi)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
koko
(fi)
μέγεθος
Κατηγορίες
:
Γλώσσα εσπεράντο
Ουσιαστικά (εσπεράντο)
Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
Πτηνά (εσπεράντο)
Ζώα (εσπεράντο)
Φινλανδική γλώσσα
Ουσιαστικά (φινλανδικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Asturianu
Azərbaycanca
Banjar
Brezhoneg
Català
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Galego
हिन्दी
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Latina
Lëtzebuergesch
Lietuvių
Malagasy
Bahasa Melayu
Li Niha
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Gagana Samoa
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
ไทย
Tagalog
Türkçe
Tiếng Việt
Volapük
Wolof
中文