killer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
killer | killers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- killer < kill
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]killer (en)
ενικός | πληθυντικός |
killer | killers |
killer (en)