jeunesse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jeunesse jeunesses

jeunesse (fr) θηλυκό

  1. τα νιάτα, η νιότη
    Si jeunesse savait, si vieillesse pouvait... Εάν τα νιάτα γνώριζαν, εάν τα γερατιά μπορούσαν...
  2. η νεότητα
  3. η νεολαία