infanticide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infanticide (en)

  1. η παιδοκτονία, η βρεφοκτονία
  2. ο/η παιδοκτόνος

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infanticide infanticides

infanticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infanticide infanticides

infanticide (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και