incursion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incursion (en)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.kyʁ.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incursion incursions

incursion (fr) θηλυκό