incapable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

incapable (en)

an incapable administrator - ένας διαχειριστής που αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του
he is incapable of learning foreign languages - αδυνατεί να μάθει ξένες γλώσσες

Επίθετο

[επεξεργασία]

incapable (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

capable