in the act

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in the act < → δείτε τις λέξεις in, the και act

Έκφραση

[επεξεργασία]

in the act (en)

  • (ιδιωματισμός) επ' αυτοφώρω, κατά τη στιγμή της πράξης
    The police caught a person in the act trying to break in.
    Η αστυνομία συνέλαβε επ΄ αυτοφώρω ένα άτομο που προσπαθούσε να κάνει διάρρηξη.