imagination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imagination (en)

  • (μη μετρήσιμο) η φαντασία, η ικανότητα να έχει νέες και συναρπαστικές ιδέες
    ⮡  It requires imagination to make such beautiful things.
    Θέλει φαντασία για να φτιάξεις τόσο ωραία πράγματα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]