ignite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ignite (en)
- (μεταβατικό) αναφλέγω, βάζω φωτιά σε κάτι, ανάβω
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) ενθουσιάζω
- (αμετάβατο) αναφλέγομαι, αρχίζω να καίγομαι