id
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]id (en)
- (ψυχανάλυση) το αυτό
Συντομομορφή
[επεξεργασία]id (en) και id. συντομογραφία
- συντομογραφία για το idem, ό.π.: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]id
- ουδέτερο της οριστικής αντωνυμίας is
Κλίση
[επεξεργασία]Οριστική Αντωνυμία | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
πτώση | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο |
ονομαστική | is | ea | id |
γενική | eius | eius | eius |
δοτική | ei | ei | ei |
αιτιατική | eum | eam | id |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | eo | ea | eo |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ei/ii/i | eae | ea |
γενική | eorum | earum | eorum |
δοτική | eis/iis | eis/iis | eis/iis |
αιτιατική | eos | eas | ea |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | eis/iis | eis/iis | eis/iis |
(Οριστικές Αντωνυμίες) |