id

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ID, id.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

id (en)

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

id (en) και id. συντομογραφία

  • συντομογραφία για το idem, ό.π.: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

id

Οριστική Αντωνυμία
ενικός
πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική is ea id
γενική eius eius eius
δοτική ei ei ei
αιτιατική eum eam id
κλητική - - -
αφαιρετική eo ea eo
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ei/ii/i eae ea
γενική eorum earum eorum
δοτική eis/iis eis/iis eis/iis
αιτιατική eos eas ea
κλητική - - -
αφαιρετική eis/iis eis/iis eis/iis
(Οριστικές Αντωνυμίες)