horrid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός horrid
συγκριτικός more horrid
υπερθετικός most horrid

Επίθετο

[επεξεργασία]

horrid (en)

  • φριχτός, φρικαλέος
    Even the journalists stood frozen in front of the horrid sight.
    Ακόμη και οι δημοσιογράφοι στάθηκαν κεραυνοβολημένοι μπροστά στο φριχτό θέαμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη frightening