hierarchy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hierarchy hierarchies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hierarchy (en)

  • η ιεραρχία, σύνολο αξιωματούχων που εντάσσονται σε μια ιεραρχική δομή
  • ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο