hermano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hermano | hermanos |
θηλυκό | hermana | hermanas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hermano (es)
- (οικογένεια) ο αδελφός
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hermano | hermanos |
θηλυκό | hermana | hermanas |
hermano (es)