hair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hair hairs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hair (en)

  1. (μη μετρήσιμο) τα μαλλιά, το σύνολο των τριχών του ανθρώπινου κεφαλιού
    wavy/curly hair - κατσαρά μαλλιά
    frizzy hair - πολύ κατσαρά μαλλιά
    shaggy hair - πυκνά σκληρά αχτένιστα μαλλιά
    Her hair is beautiful.
    Τα μαλλιά της είναι όμορφα.
    I cut my hair.
    Κόβω τα μαλλιά μου.
    My hair has turned white/grey.
    Τα μαλλιά μου άσπρισαν/έγιναν γκρίζα.
    Your hair is starting to get thin/You’re losing your hair.
    Τα μαλλιά σου άρχισαν να πέφτουν.
    I put my hair up.
    Σηκώνω/δένω τα μαλλιά μου.
    I let my hair down.
    Λύνω τα μαλλιά μου.
    I wear my hair in a bun.
    Κάνω τα μαλλιά κότσο.
  2. (μη μετρήσιμο) το τρίχωμα, οι τρίχες, το σύνολο τριχών στο σώμα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου
    Animals in polar countries have thick hair to protect themselves from the cold.
    Τα ζώα στις πολικές χώρες έχουν πλούσιο τρίχωμα για να προφυλάσσονται από το κρύο.
    He has a lot of hair on his body.
    Έχει πολλές τρίχες στο σώμα του.
     συνώνυμα: (μόνο για ζώα) fur
  3. (μετρήσιμο) η τρίχα, υλικό που φυτρώνει στο δέρμα ανθρώπων και ζώων
    I found a hair in my soup.
    Βρήκα μια τρίχα στη σούπα μου.
    Here’s my first white hair.
    Να η πρώτη μου άσπρη τρίχα.
  4. (μετρήσιμο) η τρίχα, πολύ μικρή απόσταση
    The truck missed me by a hair.
    Παρά τρίχα να με χτυπήσει το φορτηγό.
     συνώνυμα: hair's breadth
  5. το μαλλί

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]