gueule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gueule | gueules |
gueule (fr) θηλυκό
- το στόμα ενός ζώου
- (χυδαίο) το στόμα
- ferme ta grande gueule - βούλωσέ το (κλείσε το μεγάλο σου στόμα)
- η μούρη, το μούτρο, η φάτσα