groundwork
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
groundwork | groundworks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]groundwork (en) (με ή χωρίς πληθυντικό)
ενικός | πληθυντικός |
groundwork | groundworks |
groundwork (en) (με ή χωρίς πληθυντικό)