go in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes in |
αόριστος | went in |
παθητική μετοχή | gone in |
ενεργητική μετοχή | going in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go in (en)
- μπαίνω σε δωμάτιο, σπίτι κλπ σε οποιοδήποτε κλειστό χώρο
- ↪ When I went in the room…
- Όταν μπήκα στο δωμάτιο…
- ↪ Go in!
- Μπες/Μπείτε μέσα!
- ↪ I am going in the apartment/the room/the kitchen.
- 'Μπαίνω (μέσα) στο διαμέρισμα/στο δωμάτιο/στην κουζίνα.
- ↪ If the last shot went in, the match would go into overtime.
- Aν έμπαινε το τελευταίο σουτ, ο αγώνας θα πήγαινε στην παράταση.
- ↪ The key doesn’t go in the keyhole.
- Tο κλειδί δεν μπαίνει στην κλειδαρότρυπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enter
- ↪ When I went in the room…
Πηγές
[επεξεργασία]- go in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 568. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπαίνω