glisten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας glisten
γ΄ ενικό ενεστώτα glistens
αόριστος glistened
παθητική μετοχή glistened
ενεργητική μετοχή glistening

glisten (en) (αμετάβατο)

  • λάμπω, λαμποκοπώ, η λάμψη, για κάτι υγρό που λάμπει
    The sun made the surface of the lake glisten.
    Ο ήλιος έκανε την επιφάνεια της λίμνης να λαμποκοπάει/λάμπει.
    the glistening of her crying eyes
    η λάμψη των κλαμμένων της ματιών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shine