gesture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gesture | gestures |
gesture (en)
- η χειρονομία
- ↪ He was speaking calmly without many gestures.
- Μιλούσε ήρεμα χωρίς πολλές χειρονομίες.
- ↪ With gestures he was trying from far away to get me to understand what he wanted.
- Με χειρονομίες προσπαθούσε από μακριά να μου δώσει να καταλάβω αυτό που ήθελε.
- ↪ He was speaking calmly without many gestures.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | gesture |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gestures |
αόριστος | gestured |
παθητική μετοχή | gestured |
ενεργητική μετοχή | gesturing |
gesture (en)