gero

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gas-

gero (la)