germen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]germen (la) ουδέτερο
βλαστός, βλάστημα και μεταφ. γένος, φύλο
Παράγωγα
[επεξεργασία]- generosum
- → δείτε τη λέξη germinal
- → δείτε τη λέξη Saint-Germain
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | germen | germinēs |
γενική | germinis | germinum |
δοτική | germinī | germinibus |
αιτιατική | germinem | germinēs |
κλητική | germen | germinēs |
αφαιρετική | germine | germinibus |