genealogo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | genealogo | genealogoj |
αιτιατική | genealogon | genealogojn |
genealogo (eo)
- αυτός που ασχολείται με τη γενεαλογία