galimatias

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡa.li.ma.tja/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
galimatias galimatiass

galimatias (fr) αρσενικό