gadfly
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
gadfly (en)
- (έντομο) η αλογόμυγα
- (μεταφορικά) Άνθρωπος που διεγείρει ή ενοχλεί (ειδικά ασκώντας κριτική).
- Socrates described himself as a gadfly trying to sting Athens out of ignorance.