footing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (en)
- μέρος για να ακουμπήσει το πόδι, σταθερή βάση για να σταθείς
- ↪ In ascent, every step gained is a footing and help to the next. (Holder) → λείπει η μετάφραση
- (μεταφορικά) σταθερή βάση εκκίνησης
- κατάσταση
- πάτημα, βήμα
- Hark, I hear the footing of a man. Shakespeare
- (σπάνιο') πατημασιά (ίχνος)
- 1590, Edmund Spenser, The Faerie Queene, III.vii:
- The Monster swift as word, that from her went, / Went forth in hast, and did her footing trace [...].
- 1590, Edmund Spenser, The Faerie Queene, III.vii:
- η άθροιση (η ενέργεια) και το άθροισμα μιας στήλης αριθμών
- η ενέργεια με την οποία προσθέτει κάποιος ένα "πόδι" σε κάτι
- είδος δαντέλας
- (αρχιτεκτονική) το πέλμα ενός τοίχου
- (λογιστική) ο επανέλεγχος των αριθμών κάθετα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (fr)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (it) αρσενικό άκλιτο
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]footing (es)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αγγλικά)
- Μεταφορικοί όροι (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)