fighter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fighter | fighters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fighter (en)
- το μαχητικό αεροπλάνο, καταδιωκτικό
- ↪ Every day Turkish fighter jets noisily fly over Greek tourist islands.
- Κάθε μέρα τουρκικά μαχητικά υπερίπτανται θορυβωδώς πάνω από ελληνικά τουριστικά νησιά.
- ↪ fighter jet/plane - μαχητικό καταδιωκτικό
- ο μαχητής/η μαχήτρια, ο πολεμιστής/η πολεμίστρια, ένα άτομο που μάχεται όπως σε μια μάχη ή έναν πόλεμο
- ο μαχητής/η μαχήτρια, ο αγωνιστής/η αγωνίστρια, ένα άτομο που δεν εγκαταλείπει την ελπίδα του ή δεν παραδέχεται ότι έχει νικηθεί· που αγωνίζεται για την πραγματοποίηση ενός αξιόλογου σκοπού, ιδανικού, ιδεολογίας κτλ.
- ↪ a freedom fighter - ένας μαχητής της ελευθερίας