fichier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fichier fichiers

fichier (fr) αρσενικό

  1. το αρχείο
  2. βιβλίο του μαθητή μέσα στο οποίο αυτός μπορεί να γράφει