eyepiece

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyepiece (en)

  1. ο φακός ενός τηλεσκοπίου ή μικροσκοπίου
     συνώνυμα: eyeglass