exempt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]exempt (en) (χωρίς παραθετικά)
- απαλλαγμένος, απαλλάσσομαι
- ⮡ The profits of foreign companies invested in our country are exempt from taxation.
- Απαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας.
- ⮡ The profits of foreign companies invested in our country are exempt from taxation.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exempt | exempts |
θηλυκό | exempte | exemptes |
Επίθετο
[επεξεργασία]exempt (fr)