exempt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

exempt (en) (χωρίς παραθετικά)

  • απαλλαγμένος, απαλλάσσομαι
    ⮡  The profits of foreign companies invested in our country are exempt from taxation.
    Απαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας.



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό exempt exempts
θηλυκό exempte exemptes

Επίθετο

[επεξεργασία]

exempt (fr)