erst

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

erst (de)

  • μόνο, παρά
    ich bin erst seit Freitag hier - είμαι εδώ μόνο από την Παρασκευή / δεν είμαι εδώ παρά από την Παρασκευή