effigie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

effigie < λατινική effigies < effingo

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ.fi.ʒi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
effigie effigies

effigie (fr) θηλυκό

  1. η αναπαράσταση ενός προσώπου στη ζωγραφική, τη γλυπτική, κ.α., το ομοίωμα
  2. η « κορόνα », το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, πρόσωπο, κ.α.