drought
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drought | droughts |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drought (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ξηρασία, η ανομβρία
- ↪ the drought and the consequential water shortage - η ξηρασία/ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία