dish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dish | dishes |
dish (en)
- το πιάτο, ένα δοχείο για το μαγείρεμα ή το σερβίρισμα του φαγητού
- ↪ a deep/shallow dish - βαθύ/ρηχό πιάτο
- (μόνο πληθυντικός) τα πιάτα και τα ποτήρια, κουτάλια κτλ. που έχουν χρησιμοποιηθεί για γεύμα και πρέπει να πλυθούν
- ↪ It's my turn to wash the dishes.
- Είναι σειρά μου να πλύνω τα πιάτα.
- ↪ I picked up the dishes to clear the table.
- Σήκωσα τα πιάτα για να καθαρίσω το τραπέζι.
- ↪ It's my turn to wash the dishes.
- το πιάτο, το φαγητό
- ↪ For the first dish we ordered soup.
- Για πρώτο πιάτο παραγγείλαμε σούπα.
- ↪ Octopus with potatoes is a very popular dish on the island where my parents live.
- Το χταπόδι με πατάτες είναι πολύ δημοφιλές πιάτο στο νησί που ζουν οι γονείς μου.
- ↪ For the first dish we ordered soup.
- το δορυφορικό πιάτο
- (αργκό) νεαρή ελκυστική γυναίκα (ή και άντρας)