diksyonaryo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εβραιοϊσπανικά (lad)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
diksyonaryo | diksyonaryos |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diksyonaryo αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
diksyonaryo | diksyonaryos |
diksyonaryo αρσενικό