delivery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
delivery | deliveries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]delivery (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση ενός πράγματος στον προορισμό του ή στις αρχές
- ↪ Delivery of the goods happened the same day.
- Η παράδοση των εμπορευμάτων έγινε αυθημερόν.
- ↪ Delivery of the goods happened the same day.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο τοκετός, η γέννα
- ↪ a painless delivery - ανώδυνος τοκετός
- ↪ May your delivery go well!
- Με το καλό να ελευθερωθείς!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη childbirth
- η χορήγηση (ενός φαρμάκου)
- η έκφραση, ο τρόπος με τον οποίο κάποιος εκφράζεται, μιλάει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- delivery - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 882. ISBN 9780194325684., λήμμα: τοκετός