dealing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dealing | dealings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dealing (en)
- (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, οι δοσοληψίες, επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι σχέσεις που έχω με κάποιον στην επιχείρηση
- ↪ My dealings with him…
- Οι υποθέσεις μου μαζί του…
- ↪ shady dealings - ύποπτες δοσοληψίες
- ↪ I have dealings with someone.
- Έχω δοσοληψίες με κάποιον.
- ↪ My dealings with him…
Πηγές
[επεξεργασία]- dealing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 246, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοσοληψία, υπόθεση