défini
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | défini | définis |
θηλυκό | définie | définies |
Επίθετο
[επεξεργασία]défini (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη définir