décence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
décence décences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

décence (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]