cotechino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βενετικά (vec)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cotechino (vec)
- (γαστρονομία) κοτετσίνο, είδος λουκάνικου
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cotechino (it)
- (γαστρονομία) κοτετσίνο, είδος λουκάνικου