correct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός correct
συγκριτικός more correct
υπερθετικός most correct

correct (en)

  1. σωστός, χωρίς λάθη
    Your answer was correct. - Η απάντησή σας/σου ήταν σωστή.
  2. σωστός, σύμφωνος με τους κανόνες, ευγενής

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

correct! (en)

ενεστώτας correct
γ΄ ενικό ενεστώτα corrects
αόριστος corrected
παθητική μετοχή corrected
ενεργητική μετοχή correcting

correct (en)



Επίθετο

[επεξεργασία]

correct (fr)