conurbation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]/ˌkɒnɜːˈbeɪʃən/
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]?
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conurbation (en)
- αστικό συγκρότημα
- αγγλικό ερμήνευμα: sprawling urban area[1]