consecro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
consecro < con- + sacro

consecro (la) (cōnsecrō1, cōnsecrāvī, cōnsecrātum, cōnsecrāre)