conclusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conclusion conclusions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conclusion (en)

  1. το συμπέρασμα, το πόρισμα, κάτι που αποφασίζω όταν σκέφτηκα όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με την κατάσταση
    The conclusion of the scientists is interesting.
    Το συμπέρασμα των επιστημόνων είναι ενδιαφέρον.
  2. το τέλος, ο επίλογος, το τέλος κάτι όπως ένας λόγος ή ένα γραπτό
    at the conclusion of his speech - στο τέλος του λόγου του
  3. (μη μετρήσιμο) η σύναψη
    the conclusion of the peace treaty - η σύναψη της συνθήκης ειρήνης
     συνώνυμα: completion



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conclusion (fr)

  1. το συμπέρασμα
  2. η κατάληξη


Συγγενικά

[επεξεργασία]