concatenate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈkæt.ə.neɪt/

concatenate (en)

  1. συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω
  2. συνδέω σειραϊκά πράγματα, οντότητες, γεγονότα κτλ.
  3. (προγραμματισμός) ενώνω στη σειρά σειραϊκές (sequential) δομές δεδομένων (data structures)
    ※  There are several ways to join, or concatenate, two or more lists in Python.[1]
    Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να συνδέονται ή να συναρμόζονται δύο ή περισσότερες λίστες στη γλώσσα Python.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) «Python Lists». Προσπέλαση 2020-03-24